Перевод: со всех языков на немецкий

с немецкого на все языки

τὰ σταλτικά

См. также в других словарях:

  • σταλτικά — σταλτικός capable of staunching neut nom/voc/acc pl σταλτικά̱ , σταλτικός capable of staunching fem nom/voc/acc dual σταλτικά̱ , σταλτικός capable of staunching fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλτικάς — σταλτικά̱ς , σταλτικός capable of staunching fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σταλτικός — ή, ό / σταλτικός, ή, όν, ΝΑ [στάλσις] νεοελλ. στυπτικός («φάρμακα σταλτικα») αρχ. αυτός που μπορεί να περιστέλλει, συσταλτικός …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»